- προδέρκομαι
- Αβλέπω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω, προβλέπω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδέδορκεν — προδέρκομαι see beforehand perf ind act 3rd sg προδέρκομαι see beforehand plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδέρκεσθαι — προδέρκομαι see beforehand pres inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek